- τήριον
- τηρέωwatch overimperf ind act 3rd pl (doric)τηρέωwatch overimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επισκεπτήριο — το 1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που τό δίνει ή τό στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.) 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις… … Dictionary of Greek
καταβαπτιστήριον — καταβαπτιστήριον, τὸ (Α) εκκλ. σχισματικό βαπτιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαπτίζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. αγνισ τήριον, βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
κληρωτήριον — κληρωτήριον, τὸ (Α) 1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί 2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.) 3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση… … Dictionary of Greek
κοιτατήριον — κοιτατήριον, τὸ (Α) επιγρ. υπνοδωμάτιο, κοιτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη, με αναλογικό σχηματισμό κατά τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εστια τήριον, ευνα τήριον)] … Dictionary of Greek
κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + … Dictionary of Greek
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
κρατευτήριον — κρατευτήριον, τὸ (Α) το μέταλλο ή η πέτρα στην οποία τοποθετούσαν τις σούβλες για το ψήσιμο τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατευτής + επίθημα τήριον (πρβλ. δουλευ τήριον, ταμιευ τήριον)] … Dictionary of Greek